Άρχισε η αντίστροφη μέτρηση όσον αφορά στις καταγγελίες για φωτογραφικές προσφορές στην αγορά πέντε ελικοπτέρων (εκ των οποίων τρία της Εθνικής Φρουράς και δύο της Αστυνομίας), με τους ανακριτές να παραλαμβάνουν τους φακέλους της υπόθεσης.
Ήδη την περασμένη Παρασκευή άνδρες του ΤΑΕ Αρχηγείου πέρασαν το κατώφλι του Υπουργείου Άμυνας και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ), παραλαμβάνοντας έγγραφα σχετικά με την αγορά των τριών ελικοπτέρων της Εθνικής Φρουράς. Σύμφωνα με πληροφορίες του «Φιλελεύθερου» παρελήφθη ήδη και ο φάκελος της υπόθεσης που αφορά στα δύο ελικόπτερα που αγόρασε η Αστυνομία.
Όπως είναι γνωστό, οι καταγγελίες υπεβλήθησαν από τον Γενικό Ελεγκτή, ο οποίος στηρίχθηκε σε έγγραφο του προϊσταμένου τεχνικών υπηρεσιών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Ανδρέα Χασαπόπουλου. Ο κ. Χασαπόπουλος είχε αφήσει σκιές και για τον ρόλο της τότε Γενικής Ελέγκτριας Χρυστάλλας Γιωρκάτζη, αφού όπως υπεστήριξε, δεν ενημέρωσε ορθά ή και παραπληροφόρησε την κοινοβουλευτική Επιτροπή Άμυνας, ενώπιον της οποίας συζητήθηκαν οι διαδικασίες αγοράς των τριών ελικοπτέρων.
Παράλληλα, ο κ. Χασαπόπουλος άφησε αιχμές και ως προς τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2008, όταν κινήθηκαν οι διαδικασίες αγοράς των τριών ελικοπτέρων της Εθνικής Φρουράς, προκηρύχθηκε και δεύτερος διαγωνισμός για την αγορά δύο ελικοπτέρων για λογαριασμό της Αστυνομίας, κάτι το οποίο προκάλεσε ερωτηματικά ανάμεσα σε βουλευτές, οι οποίοι διερωτήθηκαν γιατί δεν ακυρώνεται η μία εκ των δύο προσφορών, ώστε να διαπραγματευθεί το κράτος για την αγορά πέντε ελικοπτέρων, αφού η προμηθεύτρια εταιρεία θα ήταν η ίδια. Ενώπιον της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Άμυνας, ο τότε γενικός διευθυντής του Υπουργείου Άμυνας, σχολιάζοντας τις σχετικές εισηγήσεις, υπεστήριξε πως κάθε υπουργείο έχει τις δικές του διαδικασίες. Υπεστήριξε επίσης, πως η διαπραγμάτευση ήταν επωφελής για το Δημόσιο.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί, ότι παρόλον ότι επρόκειτο για την ίδια εταιρεία (η οποία προμήθευσε τόσο την Αστυνομία όσον και την Εθνική Φρουρά) οι τιμές ήταν διαφορετικές, κάτι το οποίο επίσης δημιούργησε ερωτηματικά στους βουλευτές. Συγκεκριμένα τα ελικόπτερα της Εθνικής Φρουράς αγοράστηκαν προς €15 εκατ. έκαστο (συνολικά €45 εκατ.), ενώ για τα δύο ελικόπτερα της Αστυνομίας (με τον εξοπλισμό τους) πληρώθηκαν συνολικά €31,5 εκατ.
Στην περίπτωση των ελικοπτέρων Εθνικής Φρουράς δόθηκε και νόμιμη προμήθεια στον αντιπρόσωπο της προμηθεύτριας εταιρείας (AGUSTA) και ανάμεσα σε άλλα θα εξεταστεί κατά πόσον δόθηκε προμήθεια και στην περίπτωση των ελικοπτέρων της Αστυνομίας και αν αυτή δηλώθηκε στον Φόρο Εισοδήματος.
Ο Γενικός Εισαγγελέας, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, αναμένεται να δώσει οδηγίες όπως ζητηθεί το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσον έγιναν εμβάσματα σε λογαριασμούς προσώπων των οποίων ο ρόλος ήταν καθοριστικός στην ετοιμασία των προσφορών, την περίληψη σε αυτών συγκεκριμένων προνοιών, με ποιο σκεπτικό έγινε αυτό και αν από την όλη εικόνα διαφανεί πως οι προφορές περιείχαν φωτογραφικούς όρους. Σημειώνεται, πως για την αγορά των ελικοπτέρων της Εθνικής Φρουράς ζητήθηκαν προσφορές από έξι εταιρείες εκ των οποίων οι τέσσερις αποκλείστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, ενώ από τους δύο προφοροδότες που πληρούσαν τους όρους (τους οποίους ετοίμασαν στελέχη του Υπουργείου Άμυνας) ο ένας εξουδετερώθηκε σχετικά εύκολα, οπόταν απέμεινε μόνο η εταιρεία AGUSTA, στην οποία και κατακυρώθηκε η προσφορά.
Ο ρόλος του καθενός στην όλη διαδικασία προκύπτει και από τα πρακτικά των συνεδριάσεων της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Άμυνας, αλλά και από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των συμβουλίων προσφορών.
Ύστερα από τη μελέτη του περιεχομένου των σχετικών φακέλων αναμένεται να κληθούν οι πρώτοι εμπλεκόμενοι για ανάκριση.