«Ο οφειλέτης ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο "απολαμβάνοντας" μεγάλο αριθμό δανείων αν και γνώριζε πως ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε αδυναμία πληρωμών, οι δε τραπεζικοί υπάλληλοι που του χορήγησαν τόσο υψηλά δάνεια θα πρέπει να ελεγχθούν για κακουργηματική απιστία».
Με αυτό το σκεπτικό το Ειρηνοδικείο Νεάπολης Κρήτης απέρριψε ως καταχρηστική, αίτηση ζευγαριού που ζητούσε να υπαχθεί στις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
«Ο οφειλέτης ενήργησε με ενδεχόμενο δόλο "απολαμβάνοντας" μεγάλο αριθμό δανείων αν και γνώριζε πως ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε αδυναμία πληρωμών, οι δε τραπεζικοί υπάλληλοι που του χορήγησαν τόσο υψηλά δάνεια θα πρέπει να ελεγχθούν για κακουργηματική απιστία».
Το ζευγάρι δημοσίων υπαλλήλων, με ένα ανήλικο παιδί, έλαβε σταδιακά από το 2008 έως και το 2011 δάνεια, στεγαστικά και καταναλωτικά, που συνολικά ανέρχονται σε 544 χιλιάδες ευρώ. Οι οφειλές τους, σύμφωνα με την αίτηση τους, είναι στο ποσό των 532 χιλιάδων ευρώ και τα συνολικά μηνιαία εισοδήματα τους ανέρχονται σε 3.300 με προσδιοριζόμενο από τους ίδιους μηνιαίο κόστος βιοτικών αναγκών τα 2.500 ευρώ. Για τη δανειοδότηση τους, η τράπεζα υποθήκευσε το μοναδικό περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή μία μεζονέτα εμβαδού 290 τετραγωνικών μέτρων που έκτισαν σε οικόπεδο 650 τετραγωνικών, αξίας, σύμφωνα με τους αιτούντες, 150 χιλιάδων ευρώ. Οι αιτούντες ζήτησαν από το δικαστήριο ρύθμιση των χρεών τους με εξαίρεση της πρώτης -και μοναδικής- κατοικίας τους.
Με την απόφαση του (αριθμός 9/2016), ο Ειρηνοδίκης Νεαπόλεως όχι μόνο θεωρεί «ότι οι αιτούντες, δεν επέδειξαν συμπεριφορά συνετού καταναλωτή, διότι ήδη από τον χρόνο λήψης των ως άνω δανείων, το 2008, διέβλεπαν ως ενδεχόμενη την αδυναμία της αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, καθόσον το μοναδικό αξιόλογο αλλά και σταθερό οικογενειακό εισόδημα ήταν ο μισθός των», αλλά τους καταλογίζει υπαιτιότητα που «είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψαν το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών των, ως πιθανό και το αποδέχθηκαν».
Σύμφωνα μάλιστα με την απόφαση του, ο Ειρηνοδίκης θεωρεί πως οι αιτούντες επέλεξαν συνειδητά «την "εύκολη" λύση της υπερχρέωσης, προκειμένου να κατασκευάσουν μία νεόδμητη υπερπολυτελή οικία, υπερβολικών διαστάσεων για τα δεδομένα μίας τυπικής τριμελούς οικογένειας, που σαφώς δεν ανταποκρινόταν στα μέτρα των οικονομικών δυνατοτήτων τους».
Σύμφωνα με την απόφαση, ο νόμος για τα υπερχεωμένα νοικοκυριά απευθύνεται στο «σύνηθες πρότυπο του οφειλέτη», δηλαδή «αυτό του μικροοφειλέτη- στις περισσότερες περιπτώσεις με πενιχρά εισοδήματα, με πενιχρά περιουσιακά στοιχεία και έλλειψη συναλλακτικής εμπειρίας και όχι η προστασία καταναλωτών με πολύ μεγάλη δανειακή επιβάρυνση, η οποία κείται εκτός κάθε λογικής "συνετού" και υπεύθυνου εκ μέρους του δανειολήπτη δανεισμού».
Με την απόφαση του το δικαστήριο ασχολείται και με την συμπεριφορά των αρμοδίων υπαλλήλων της τράπεζας θεωρώντας πως ενήργησαν «κατά παράβαση των κανόνων της επιμελούς διαχείρισης στην σύναψη τραπεζικών δανείων για τη χρηματοδότηση των αιτούντων, χωρίς να πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις και χωρίς να ελέγξουν την πιστοληπτική ικανότητα των χρηματοδοτούμενων και να εξασφαλίσουν την περιουσία των με αξιόχρεες εγγυήσεις βλάπτοντας την περιουσία των, παραβιάζοντας προφανώς την υποχρέωση να προβαίνουν στον λεγόμενο "...υπεύθυνο δανεισμό..."».
Έτσι, αφού τονίζει πως «το Δικαστήριο έχει υπόνοιες» διάπραξης του αδικήματος της απιστίας ο ειρηνοδίκης διατάσσει να αποσταλεί ο φάκελος των οικονομικών στοιχείων και των δανειακών συμβάσεων του ζευγαριού στον εισαγγελέα, προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση και να αποφανθεί αν πρέπει να απαγγείλει κατηγορίες σε βάρος των υπαλλήλων της πιστώτριας τράπεζας.