Μία στις πέντε γυναίκες σήμερα στην Ελλάδα κάνει το πρώτο της παιδί μετά τα 35, ενώ από το 1980 έως σήμερα οι γυναίκες που κάνουν παιδί μετά τα 40 έχουν διπλασιαστεί. Ο βασικός λόγος που συμβαίνει αυτό, όπως επιβεβαιώνουν και οι έρευνες, είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι σήμερα αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, συνεπώς οι περισσότερες γυναίκες που φτάνουν να αποκτήσουν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία είναι κατά κανόνα μορφωμένες και με μακρόχρονη επαγγελματική σταδιοδρομία.
Τα καλά νέα είναι ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες που καταφέρνουν να μείνουν με φυσικό τρόπο έγκυες μετά τα 40 μπορούν στις μέρες μας να έχουν καλές εγκυμοσύνης και υγιή μωρά, χωρίς να εμφανίζουν προβλήματα ψυχοπαθολογικά. Ωστόσο, όλες οι έρευνες συγκλίνουν στο ότι όσο προχωρά η ηλικία της γυναίκας αυξάνονται και οι κίνδυνοι επιπλοκών τόσο στην εγκυμοσύνη όσο και στον τοκετό, για τους οποίους κάθε γυναίκα θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων ενήμερη.
Οι κίνδυνοι της εγκυμοσύνης μετά τα 40 (και πώς αντιμετωπίζονται)
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι οι γυναίκες άνω των 35 εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο να γεννήσουν παιδιά με χρωμοσωμιακές ανωμαλίες (π.χ. σύνδρομο Down ή δυσπλασία του εμβρύου), οι οποίες βέβαια εξαρτώνται και από την ηλικία του συζύγου. Τα στατιστικά λένε ότι στην ηλικία των 30 ετών η γυναίκα έχει μία πιθανότητα στις 1.000 να γεννήσει παιδί με κάποιο τέτοιο πρόβλημα, στα 35 έχει μία στις 400 πιθανότητες ενώ στα 40 έχει μία στις 100 πιθανότητες. Στα 45 οι πιθανότητες είναι μία 30 και στα 50 μία στις 10. ΄
Ο
γυναικολόγος-μαιευτήρας κ. Ευάγγελος Γκικόντες αναφέρει σχετικά πως «μία γυναίκα που μένει έγκυος σε μεγαλύτερη ηλικία σχεδόν δεν διαφέρει σε τίποτα από τη γυναίκα μικρότερης ηλικίας. Ωστόσο, λόγω της ηλικίας της έχει δοθεί χρόνος σε διάφορες νοσολογικές οντότητες, άσχετες με την εγκυμοσύνη, να αναπτυχθούν. Έτσι, η γυναίκα αυτή έχει περισσότερο χρόνο να αναπτύξει σακχαρώδη διαβήτη, κάποια πέτρα στη χολή ή στο νεφρό ή ακόμα και κάποιο νεόπλασμα. Αυτές οι καταστάσεις, βέβαια, μπορεί να εμφανιστούν και σε μικρότερη ηλικία, αλλά όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα να υπάρξουν».
Άλλες καταστάσεις που μπορεί, σύμφωνα με τους ειδικούς, να αντιμετωπίσει η έγκυος σε μεγαλύτερη ηλικία είναι καρδιακή νόσος, κιρσοί, νευρολογικά και αιματολογικά σύνδρομα, έρπης, έλκος, νόσος του μαστού. Δεν είναι τυχαίο ότι για τις γυναίκες που μένουν έγκυες μεταξύ 40-45 ετών ο κίνδυνος αποβολής είναι 50%.
Προκειμένου να προληφθούν και να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω καταστάσεις, η έγκυος αυτή παρακολουθείται ιδιαίτερα από τον γυναικολόγο της, ο οποίος κάνει πολύ περισσότερους ελέγχους από ό,τι σε μία νεώτερη έγκυο. Επιπλέον, νέες έρευνες τονίζουν την σημασία του υγιούς βάρους και της καλής σωματικής κατάστασης προκειμένου να μειωθούν σημαντικά οι κίνδυνοι της εγκυμοσύνη μετά τα 40.
Όπως αναφέρει ο κ. Γκικόντες, «κατά την διάρκεια της παρακολούθησης, ο γυναικολόγος κάνει τακτικά υπερηχογραφήματα, καθώς και άλλα τεστ με τα οποία προσπαθεί να διαγνώσει κάποιο σύνδρομο του παιδιού που μπορεί να προέλθει από τη μεγαλύτερη ηλικία της μητέρας, όπως το σύνδρομο Down, η δισχιδής ράχη κ.λ.π.» Στην ηλικία αυτή της εγκύου η αμνιοκέντηση είναι σχεδόν βέβαιη, όπως και οι τακτικές κολπικές καλλιέργειες, για να διατηρείται ο κόλπος καθαρός.
Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί και κατά τον τοκετό, σύμφωνα με τον γυναικολόγο, λόγω του ότι η έγκυος άνω των 40 έχει κατά κανόνα λιγότερη αντοχή να φέρει σε πέρας την προσπάθεια του τοκετού, καθώς και περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσει κάποια επιπλοκή, όπως αδράνεια της μήτρας (ιδιαίτερα αν είναι πρωτότοκος). Γι’αυτό, άλλωστε, σύμφωνα με τα στατικά στην Ελλάδα, σε εγκύους άνω των 35 ετών οι καισαρικές αγγίζουν το 80%.
Ο κ. Γκικόντες καταλήγει λέγοντας ότι στενή παρακολούθηση πρέπει να υπάρχει και μετά τον τοκετό, διότι οι πιθανότητες δημιουργίας ψυχολογικών και σωματικών συνδρόμων είναι αυξημένες. Επιπλέον, αν υπήρχαν νοσολογικές οντότητες πριν την εγκυμοσύνη, ακόμα κι αν κατά την διάρκειά της παρακολουθήθηκαν, θα πρέπει να επανελεγχθούν και να εξισορροπηθούν.
Η ψυχολογία της μεγαλύτερης μαμάς
Βιολογικά, λοιπόν, οι γυναικολόγοι τονίζουν πως η ασφαλέστερη δεκαετία για να μείνει έγκυος μία γυναίκα είναι μεταξύ των 25 και 35 ετών. Τι γίνεται, όμως, με τον ψυχολογικό παράγοντα; Νιώθει πιο έτοιμη να κάνει παιδί μία «φτασμένη» γυναίκα ή είναι πιο «κουρασμένη», δεσμευμένη σε διάφορους ρόλους και πιθανώς ανασφαλής απέναντι στις νεώτερες μαμάδες;
«Στις περιπτώσεις που η μητρότητα μετά τα σαράντα αποτελεί επιλογή, πολλές γυναίκες αισθάνονται ως ιδανικότερη αυτήν την ηλικία λόγω της αυτοπεποίθησης που τους προσφέρει η επαγγελματική καταξίωση και οι οικονομικές απολαβές», λέει η
ψυχολόγος-κλινική νευροψυχολόγος κ. Τέσσα Χριστοδούλου και επισημαίνει ότι η επιθυμία απόκτησης παιδιού έχει να κάνει και με τον χαρακτήρα της κάθε γυναίκας: «Πολλές γυναίκες σε μικρότερη ηλικία θέτουν στόχους που δεν περιλαμβάνουν την απόκτηση ενός παιδιού, έτσι θεωρούν πως οι ίδιες είναι πιο ώριμες σε μεγαλύτερη ηλικία.»
Καθώς, όμως, τα χρόνια περνούν, η σωματικές αντοχές της γυναίκας αναπόφευκτα μειώνονται. Συμβαίνει το ίδιο και με την ψυχολογία και την διάθεσή της; «Όχι ως προς την απόκτηση παιδιού», λέει η κ. Χριστοδούλου, «εφόσον η μητρότητα είναι συνειδητή επιλογή και όχι αποτέλεσμα πίεσης της οικογένειας, του συντρόφου ή του κοινωνικού περιβάλλοντος».
Όπως η ίδια εξηγεί, «σε σύγκριση με τις νεαρότερης ηλικίας μαμάδες, μία γυναίκα μετά τα σαράντα νιώθει σίγουρα πιο ώριμη και πλήρης, ότι έχει εκπληρώσει τις επιθυμίες και τους στόχους της στους υπόλοιπους τομείς και ίσως πιο ψύχραιμη να αντιμετωπίσει σχετικά προβλήματα και κρίσεις. Οι γυναίκες μετά τα σαράντα δεν έχουν συνήθως απωθημένα που συνδέονται με ανεκπλήρωτες επιθυμίες που θυσιάστηκαν για να μεγαλώσουν το παιδιά τους όπως ταξίδια, σπουδές, κοινωνική ζωή ή καλοπέραση». Άλλωστε, συμπληρώνει η ειδικός, δεν είναι λίγα τα ερευνητικά δεδομένα που αντιστρέφουν τις εικασίες ότι μία μεγαλύτερη μαμά είναι πιο «κουρασμένη», και που αποδεικνύουν ότι μία ενδεχόμενη εγκυμοσύνη μπορεί να ανανεώσει την γυναίκα.
Ένα ζήτημα που απασχολεί πολλές γυναίκες, αλλά και άνδρες, οι οποίοι αποκτούν παιδιά σε μεγάλη ηλικία, είναι το «χάσμα γενεών» που μπορεί να υπάρξει μεταξύ αυτών και των παιδιών. Ωστόσο, η ψυχολόγος απαντά πως δεν υπάρχει ιδανική διαφορά ηλικίας μεταξύ μητέρας και παιδιού. Μπορεί μία νέα μαμά να δείχνει πιο ενημερωμένη σε θέματα τάσεων, πιθανώς και πιο προσιτή από τα παιδιά, όμως «μια μητέρα μεγαλύτερης ηλικίας θεωρητικά είναι πιο έτοιμη και εστιάζει περισσότερο στο παιδί, αλλά και πιο ώριμη να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά και να επιλύσει προβλήματα. Λόγω της εμπειρίας έχει καλύτερη οργάνωση και μπορεί να ανταποκριθεί με μεγαλύτερη ευελιξία σε πολλαπλούς ρόλους.»
Τέλος, αναφορικά με την επιλόχειο κατάθλιψη, επιστημονικές έρευνες λένε πως από όλο το φάσμα της γυναικείας ικανότητας αναπαραγωγής -δηλαδή από τα 15 έως τα 50 χρόνια- τα μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης σημειώνονται στις έφηβες μητέρες. Οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες δεν δείχνουν να εμφανίζουν σημαντικές διαφορές.
Έτσι, η κ. Χριστοδούλου καταλήγει πως αυτά που ίσως πρέπει να σκεφτεί μία σαραντάρα πριν αποφασίσει να κάνει παιδί είναι θέματα υγείας, διατροφής και φυσικής κατάστασης και όχι ψυχολογίας. «Αν η επιθυμία της είναι συνειδητή, η μητρότητα θα δράσει ευεργετικά και θα την τονώσει εφόσον θα νιώθει πλέον ολοκληρωμένη.»